ομόπτερος

ομόπτερος
-η, -ο (Α ὁμόπτερος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομόπτερα
εντομολ. τάξη εντόμων που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία ως προς το μέγεθος, το σχήμα και τη φυσική ιστορία τών μελών της και στην οποία ανήκουν 32.000 περίπου είδη
αρχ.
1. (για πτηνό) αυτός που έχει όμοια φτερά, παρόμοιο πτέρωμα
2. μτφ. α) εντελώς όμοιος, πανομοιότυπος, ολόιδιος
β) αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ομήλιξ, συνομήλικος
3. φρ. α) «οἱ ἐμοὶ ὁμόπτεροι»
(για πτηνά) οι σύντροφοι μου, τα άλλα πτηνά («ἴτω τις ὧδε τῶν ἐμῶν ὁμοπτέρων», Αριστοφ.)
β) «ὁμόπτεροι νᾱες»
i) πλοία τα οποία έχουν όμοια κουπιά ή όμοια ιστία
ii) (κατ' άλλη ερμ.) πλοία εξίσου γρήγορα ή πλοία που συμπλέουν
γ) «ὁμόπτερος ἀπήνα»
μτφ. τα δύο αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης.
επίρρ...
ὁμοπτέρως (Μ)
ταχέως, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + πτερόν. Η λ. στη Νεοελληνική είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homoptera].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὁμόπτερος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοπτέρως — ὁμόπτερος of adverbial ὁμόπτερος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόπτερον — ὁμόπτερος of masc/fem acc sg ὁμόπτερος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοπτέρου — ὁμόπτερος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοπτέρους — ὁμόπτερος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοπτέρων — ὁμόπτερος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόπτεροι — ὁμόπτερος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”